κλίνειος

κλίνειος
κλῑν-ειος, α, ον,
A of or for beds,

ξύλα D.27.10

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κλίνειος — κλίνειος, εία, ον (Α) αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε κλίνη («ξύλα κλίνει εἰς ὀγδοήκοντα μνᾶς ἄξια», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + επίθημα ειος (πρβλ. κήπ ειος, λεόντ ειος)] …   Dictionary of Greek

  • κλίνεια — κλίνειος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλίνειε — κλίνειος of masc voc sg κλί̱νειε , κλίνω sráyati aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλίνει' — κλίνεια , κλίνειος of neut nom/voc/acc pl κλίνειε , κλίνειος of masc voc sg κλίνειαι , κλίνειος of fem nom/voc pl κλί̱νειε , κλίνω sráyati aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”